χαμαιφερής

χαμαιφερής
-ές, Μ
1. αυτός που κατευθύνεται προς τα κάτω, προς το έδαφος
2. (κυρίως μτφ.) εκκλ. τιποτένιος, χαμερπής («τὰ χαμαιφερῆ καὶ ἐπίγεια φρονοῡσι», Θεόφιλ. Εκκλ.).
επίρρ...
χαμαιφερῶς Μ
με χαμαιφερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -φερής (< φέρω*), πρβλ. ἀνω-φερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιφερώς — Μ επίρρ. βλ. χαμαιφερής …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՏՆԱՔԱՐՇ — (ի, ից.) NBH 1 0541 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 9c, 12c ա. χαμαιφερής, χαμαιρρετής in terram vergens, humi repens Որ քարշի ընդ երկիր. գետնասող. գետնանախանձ. վեյրաբեր. երկրաքարշ. երկրասէր. հողեղէն. նուաստ. *Ճճեացն եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”